20.8.09

Η ψυχή του Μεγάλου Μήλου...

Tο 1939 ήταν η χρονιά που ο μουσικός Ντιουκ Ελινγκτον γνώρισε τον άνθρωπο που έμελλε να γίνει ο στενότερος συνεργάτης του, τον Μπίλι Στρέιχορν. Ο Ελινγκτον, ήδη γνωστός ως «Ο δούκας», σε ένα ταξίδι του στο Πίτσμπουργκ εντυπωσιάστηκε από το ταλέντο του νεαρού πιανίστα Στρέιχορν. Τον κάλεσε στη Νέα Υόρκη για να γίνει μέλος της ορχήστρας του. Ο Ντιουκ τον είδε κάπως διστακτικό και του σχεδίασε έναν χάρτη με όλες τις οδηγίες για να βρει το σπίτι του στο Σούγκαρ Χιλ, στο κομψό Χάρλεμ της εποχής εκείνης. Ο Μπίλι Στρέιχορν παρουσιάστηκε λίγο αργότερα, και μάλιστα όχι με άδεια χέρια: έφερε την παρτιτούρα μιας μελωδίας που είχε εμπνευστεί από τις οδηγίες του μαέστρου. Εκείνη η σύνθεση, «Τake the Α train» («Πάρε το τρένο Α»), άρεσε τόσο στον Ντιουκ Ελινγκτον ώστε από τότε την...

έπαιζε πάντα στην αρχή των συναυλιών του. Η μελωδία έγινε τραγούδι και κάθε τραγουδιστής της τζαζ που σέβεται τον εαυτό του το έχει τραγουδήσει. Οφείλεται όμως στη φωνή της Ελα Φιτζέραλντ που έγινε τόσο δημοφιλές: «Πάρε το τρένο Α/ για να πας στο Σούγκαρ Χιλ, στου Χάρλεμ το ψηλότερο σημείο/ Αν χάσεις το τρένο Α/ έχασες τον πιο γρήγορο τρόπο για να φθάσεις στο Χάρλεμ/ Γρήγορα, ανέβα, τώρα, έρχεται/ άκου τον θόρυβο από τις ρόδες. Ολοι στο τρένο!/ Ανέβα στο Α/ σύντομα θα είσαι στο Σούγκαρ Χιλ στο Χάρλεμ». Το μετρό της Νέας Υόρκης έχει εμπνεύσει πάρα πολλά τραγούδια, αυτή όμως η μελωδία που μοιάζει να αποτυπώνει την ταχύτητα στις νότες της είναι αυτή που ενσαρκώνει την ψυχή των υπόγειων αρτηριών της πόλης.

Το 2004 εορτάστηκε η εκατονταετία από τα εγκαίνια του νεοϋορκέζικου μετρό. Το μετρό είναι η σπονδυλική στήλη της σύγχρονης πόλης, επομένως μια τέτοια επέτειος έχει σημασία για οποιαδήποτε πόλη. Η Νέα Υόρκη όμως ανήκει στις πόλεις εκείνες που έχουν έντονη παρουσία στο έργο των καλλιτεχνών της. Αυτή η παρουσία οφείλεται σε μεγάλο μέρος στην αναμφίβολη ιδιότητα της πόλης να δρα ως «μούσα», οφείλεται όμως και στη χαρακτηριστική τάση των Αμερικανών προς τον ρεαλισμό, στην καταγραφή σε ποιήματα, πίνακες ζωγραφικής ή μυθιστορήματα όλων των στοιχείων που η κάθε εποχή φέρνει μπροστά στα μάτια τους. Και εφόσον η Νέα Υόρκη είναι παρούσα στη λαϊκή τέχνη, δεν πάει πίσω και το μετρό, το οποίο είναι η πόλη «από την ανάστροφη», εξίσου ζωντανό με την επιφάνειά της και για κάποιον σημαντικό λόγο το μέρος που γεννά αλησμόνητες ιστορίες.

Ο θεμέλιος λίθος στο μετρό της Νέας Υόρκης μπήκε τον Μάιο του 1900. Είχαν υπάρξει προηγούμενες απόπειρες να ενώσουν τις συνοικίες της πόλης με τρένα επιφανείας, έτσι όμως μεγάλωνε το χάος σε μια πόλη με ανθυγιεινή συγκέντρωση πληθυσμού στις πιο χαμηλές περιοχές της. Η Lower Εast Side ήταν, στα τέλη του 1919, μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες συνοικίες στον κόσμο. Ολοι οι νεοφερμένοι- εβραίοι, Ιρλανδοί, Ιταλοί- αγωνίζονταν να επιβιώσουν σε βρωμερά δωμάτια, δείγματα των οποίων υπάρχουν σήμερα στο Μουσείο των Τenements, ένα πολύ μικρό αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρον «οδοιπορικό» προκειμένου να πάρει κανείς μια ιδέα του τι σήμαινε ο αγώνας για την επιβίωση σε εκείνη τη μυρμηγκοφωλιά. Το μετρό ήταν μια προσπάθεια εξεύρεσης λύσεων σε εκείνη την κτηνώδη συγκέντρωση ανθρώπων και μια απόπειρα να θεραπευθούν τα σοβαρά μειονεκτήματα που εμφάνιζε η Νέα Υόρκη προκειμένου να μετατραπεί σε μια ευέλικτη εμπορική πόλη. Για να διασχίσει κανείς τα οκτώ μίλια από τον Βορρά ως τον Νότο απαιτούνταν παράλογα πολύς χρόνος. Επιπλέον ο Δήμος της Νέας Υόρκης κοίταζε ήδη εδώ και καιρό με απροκάλυπτη ζήλια το παράδειγμα του μετρό του Λονδίνου. Οπως πάντα συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες, η θέληση του δήμου δεν ήταν αρκετή. Χρειάστηκε η πρωτοβουλία ιδιωτών επενδυτών που είχαν την οξυδέρκεια να αναλογιστούν σε τι μεγέθους επιχείρηση επένδυαν τα χρήματά τους έτσι ώστε να μπει μπροστά το έργο. Η κατασκευή αυτής της πρώτης γραμμής κράτησε τέσσερα χρόνια. Τέσσερα χρόνια στα οποία κινητοποιήθηκαν 12.000

άνδρες, στην πλειονότητά τους Ιρλανδοί και Ιταλοί, τέσσερα χρόνια που άφησαν δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες.

Και πάλι οι Νεοϋορκέζοι έδειξαν να συνειδητοποιούν τη σημασία που θα είχε αυτή η ανοικτή αρτηρία για τις μελλοντικές γενεές και έτσι υπάρχουν εικόνες των έργων, κομμάτια των οποίων έχουν ενσωματωθεί σε ένα ντοκυμαντέρ της δημόσιας τηλεόρασης για την επέτειο των εκατό ετών: εργάτες που σκάβουν, εργάτες ανάμεσα σε καλώδια και υπόγεια ύδατα και αέρια, κυρίες με ρούχα της εποχής να περπατούν πάνω σε στενές σανίδες, κτίρια υποστυλωμένα για να μην καταρρεύσουν. Το ντοκυμαντέρ είναι αξιοζήλευτα καλό. Ο θεατής μπορεί να παρακολουθήσει με αρκετή σαφήνεια την καθημερινή ζωή μιας πόλης του 1900 και μπορούμε να φανταστούμε την προσπάθεια που απαιτήθηκε για να κατασκευαστεί κάτι που σήμερα μοιάζει τόσο ενταγμένο στην καθημερινότητά μας. Αυτές οι εικόνες μάς επιτρέπουν ακόμη να παρατηρήσουμε κάτι που είναι μοναδικό στο μετρό του Μανχάταν. Οι μηχανικοί δεν ακολούθησαν το μοντέλο βαθιάς εκσκαφής των Αγγλων. Συνέπεια αυτού είναι να ακούγεται ο κρότος των βαγονιών στην ησυχία των θεατρικών παραστάσεων, να φαίνεται το μετρό από τις σχάρες των πεζοδρομίων και να σηκώνει τις φούστες των γυναικών, στοιχείο που εκμεταλλεύθηκε κατά απολαυστικότατο τρόπο ο Μπίλι Γουάιλντερ.

Το 1904 εγκαινιάστηκε εκείνη η πρώτη γραμμή: «Από το Δημαρχείο στο Χάρλεμ, μόνο 15 λεπτά!». Οι ιδιοκτήτες των «Νew Υork Τimes» είχαν την εξυπνάδα να υπολογίσουν πόσο διευρύνονταν τα όρια της πόλης χάρη στο μετρό και μετέφεραν τα γραφεία της σύνταξης στο κτίριο της οδού 42. Είχαν τη στάση του μετρό λίγο πιο κάτω, πράγμα που διευκόλυνε την ταχύτατη διανομή της εφημερίδας. Η παρουσία της εφημερίδας στην πλατεία υπήρξε τόσο δημοφιλής ώστε έφθασε να ονομάζεται Τάιμς Σκουέαρ και προτού περάσει πολύς καιρός εξελίχθηκε στο αγαπημένο σημείο των πολιτών για τον εορτασμό του νέου χρόνου. Ωστόσο οι Νεοϋορκέζοι με τη χαρακτηριστική τους γκρίνια άρχισαν σύντομα να απαιτούν περισσότερες γραμμές ώστε και οι άλλες συνοικίες να επικοινωνούν με το Μανχάταν. Το 1905 το μετρό έφθασε στο Μπρονξ, το 1908 στο Μπρούκλιν, το 1916 στο Κουίνς. Αυτές οι νέες αρτηρίες προξένησαν πυρετό στην αγορά των ακινήτων που ανακούφισε το Νότιο Μανχάταν από τον υπερπληθυσμό και βοήθησε στην εδραίωση των νέων συνοικιών. Για πολλούς Εβραίους το Μπρονξ ήταν ο παράδεισος. Εκεί έμεινε και ο Λέων Τρότσκι με την οικογένειά του για μερικούς μήνες το 1917. Τα λόγια του για αυτή τη συνοικία είναι παράξενα. Ο Τρότσκι επαινεί τις ανέσεις που διαθέτει το διαμέρισμά του σ΄ αυτή την περιοχή της νεοϋορκέζικης εργατικής τάξης: ασανσέρ, συλλέκτης σκουπιδιών σε κάθε πάτωμα, θυρωρός... Θαύματα των νέων συνοικιών που αποτελούσαν εκείνη την εποχή μια υπόσχεση για το μέλλον και στις οποίες ανθούσε μια νέα ταξική συνείδηση. Από την άλλη, ένας μαύρος μεσίτης ακινήτων επέτυχε να πείσει μεγάλο μέρος του μαύρου πληθυσμού που κακοπερνούσε στο Νότιο Μανχάταν να μετακομίσει στο Χάρλεμ, που έγινε έτσι η μαύρη πρωτεύουσα της χώρας και νευραλγικό κέντρο της τζαζ και δεν είχε την παραμικρή σχέση με το καταθλιπτικό Χάρλεμ της δεκαετίας του ΄70, το οποίο τώρα δειλά σηκώνει κεφάλι μετά τα καταστροφικά χρόνια στα οποία βασίλευαν τα ναρκωτικά και η εγκληματικότητα στη ζωή της συνοικίας.

Το σχέδιο του μετρό της Νέας Υόρκης, όπως το ξέρουμε σήμερα, ολοκληρώθηκε το 1940, είχε όμως αλλάξει τη ζωή των κατοίκων της από πολύ νωρίτερα. Αν η παραλία του Κόνεϊ Αϊλαντ δεχόταν εκατοντάδες κυριακάτικους επισκέπτες πριν από την άφιξη του μετρό, με τά τη σύνδεση μεταξύ Μανχάταν και Μπρούκλιν ο αριθμός έφθασε το εκατομμύριο. Οι φωτογραφίες του Κόνεϊ Αϊλαντ από εκείνα τα χρόνια έχουν έναν κωμικό και εύθυμο χαρακτήρα: μια παραλία ξέχειλη από μια εργατική τάξη που στριμωχνόταν για να απολαύσει τον δωρεάν ήλιο, το αλμυρό νερό της θάλασσας και το μαλλί της γριάς που πουλούσαν στο λούνα παρκ, που σήμερα μοιάζει να κινδυνεύει από την οικοδομική αναζωογόνηση της περιοχής.

Α φού πέρασαν τόσα χρόνια χωρίς μεγάλες βελτιώσεις ή νέους σχεδιασμούς, το 2007 ο δήμαρχος Μάικλ Μπλούμπεργκ θεμελίωσε μια νέα γραμμή που θα διασχίζει την ανατολική πλευρά του νησιού. Δεν πρέπει όμως να προξενεί απορία η εγκατάλειψη που παρατηρείται σε πολλές εγκαταστάσεις του μετρό: η Νέα Υόρκη που στις αρχές του 20ού αιώνα βρισκόταν παγκοσμίως στην κεφαλή των επενδύσεων σε δημόσια έργα άφησε αυτό το «κεφάλαιο» να εξανεμισθεί και σήμερα ζει από τα ενοίκια, που είναι σημαντικά, αφού στα πεζοδρόμιά της έχουν ανεγερθεί τα πιο αξιοθαύμαστα αρχιτεκτονήματα του περασμένου αιώνα, αλλά δεν αρκούν. Η πόλη είναι όμορφη και γερασμένη. Δύο ιδιότητες που έκαναν τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι να την ονομάσει νέα Βενετία. Κατά περίεργη σύμπτωση, «κάνει και αυτή νερά», όπως η παλαιά ιταλική πόλη. Είναι τόση η ποσότητα βροχής που πέφτει στα πεζοδρόμια ώστε έτσι όπως χύνεται στα ανοίγματα του μετρό κάνει τους συλλέκτες να υπερχειλίζουν. Για να μη βυθιστεί το νησί πρέπει να αποστραγγίζεται συνεχώς από τις τέσσερις πλευρές του. Συχνά δίνεται η εντύπωση ότι ο υπεύθυνος συντήρησης της πόλης είναι τόσο ερασιτέχνης που προσπαθεί να επισκευάσει τις ζημιές με μπαλώματα εδώ κι εκεί. Για την ευρωπαϊκή νοοτροπία είναι θαύμα πώς αντέχει ακόμη η πόλη χωρίς μεγαλύτερα προβλήματα.

Η Νέα Υόρκη είναι ετοιμόρροπη και το μετρό αποτελεί καλό παράδειγμα. Οταν ο επισκέπτης κάνει την πρώτη του υπόγεια εξόρμηση, αντιμετωπίζει ένα αίσθημα σύγχυσης: από τη μεγάλη σήραγγα μπαινοβγαίνουν τρένα που, αντί να γλιστρούν πάνω στις ράγες, μοιάζουν να τις γδέρνουν, τόσος είναι ο θόρυβος που κάνουν. Πάνω στις μαύρες γραμμές τρέχουν οι αρουραίοι των προαστίων που έχουν βρει εκεί ένα ονειρεμένο περιβάλλον. Ο επισκέπτης τούς δίνει σημασία και, προφανώς, τρομάζει. Ο Νεοϋορκέζος παρατηρεί ατάραχος και αυτούς όπως σχεδόν καθετί άλλο. Ο μόνιμος κάτοικος ξεχωρίζει από τον αλλοδαπό από τον τρόπο που κοιτάζει αυτό το εκπληκτικό ανθρώπινο θέαμα που προσφέρει δωρεάν το μετρό με τη βοήθεια της περίφημης Μetrocard, της κάρτας πολλαπλών μετακινήσεων. Βάζεις την κάρτα στη σχισμή και είναι σαν να πληρώνεις εισιτήριο για τη μεγάλη ανθρώπινη κωμωδία.

Δεν είναι μόνο η φυλετική ποικιλία, που μπορεί κανείς να τη βρει και σε άλλες πόλεις. Είναι κάτι περισσότερο: το μετρό της Νέας Υόρκης φιλοξενεί τους τρελούς της πόλης, απίθανους ζητιάνους, καλούς μουσικούς που έπρεπε να περάσουν από εξετάσεις για να καταλήξουν να παίζουν στις... αποβάθρες, ψευτομουσικούς που γλιστρούν μέσα και βαράνε κιθάρες τραγουδώντας μεξικάνικα λαϊκά τραγούδια, ιεροκήρυκες της Βίβλου, μια ζητιάνα που φτιάχνει κομψά βραδινά φορέματα από μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Κυρίως όμως το μετρό είναι το μέρος στο οποίο ο κοινωνικός διαχωρισμός, τόσο ισχυρός ακόμη και στη Νέα Υόρκη, καταρρέει. Φτωχοί, πλούσιοι, γέροι, έφηβοι, μαύροι, λευκοί, κάτοικοι του Νιου Τζέρσεϊ, του Μπρονξ ή του Σόχο βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο κάτω από την επιφάνεια της γης. Το μετρό είναι στοιχείο συνοχής για μια τάξη πολιτών συνηθισμένη να χρησιμοποιεί δημόσια μέσα μεταφοράς, που νοικιάζει αυτοκίνητο για να πάει στην εξοχή. Με δεδομένη τη συνεχή ροή επιβατών που μπαινοβγαίνουν στα βαγόνια, μπορούμε να πούμε ότι το μετρό της Νέας Υόρκης είναι ασφαλές. Η παρουσία τόσου κόσμου είναι αυτό ακριβώς που δυσκολεύει κάποιες τυχόν επικίνδυνες καταστάσεις. Σχετικά με αυτά τα θέματα έχει γράψει μια γυναίκα ονόματι Τζέιν Τζέικομπς ένα δοκίμιο εκ των ων ουκ άνευ όσον αφορά την υπεράσπιση της ζωής στην πόλη στις αρχές της δεκαετίας του ΄60. Περιέργως δεν ήταν ούτε πολεοδόμος ούτε αρχιτέκτων ούτε μηχανικός ούτε πολιτικός. Η Τζέιν Τζέικομπς ήταν ακτιβίστρια, κάτοικος του Βίλατζ, και ασχολείτο με την παρατήρηση της ζωής στην πόλη. Και ήταν τόσο καλή! Η ματιά της ήταν τόσο οξεία ώστε το βιβλίο της Ζωή και θάνατος των μεγάλων αμερικανικών πόλεων αποτέλεσε αμέσως την πιο δυνατή απάντηση των διανοουμένων στην τάση των μεγάλων αρχιτεκτόνων να απεχθάνονται τη ζωή των πεζών. Είχαν ορίσει ημερομηνία λήξης για τη ζωή στις συνοικίες του κέντρου προς όφελος σαφώς διαχωρισμένων χώρων συγκεκριμένων χρήσεων: για τον ελεύθερο χρόνο, την εργασία και την κατοικία. Η Τζέικομπς αφύπνισε πολλές συνειδήσεις. Πολλοί λένε ότι το βιβλίο προκάλεσε τόση αίσθηση που έσωσε εν μέρει το Βίλατζ από τα νύχια των κερδοσκόπων.

Οι πολίτες κινητοποιήθηκαν για να υπερασπιστούν τη ζωή στους μικρούς δρόμους, την ψυχή τους. Αυτό το βιβλίο, που είναι σχεδόν ένα μανιφέστο κόντρα στον διαχωρισμό, δημοσιεύθηκε το 1961, το μήνυμά του όμως γίνεται επίκαιρο κάθε φορά που κατασκευάζεται σε μια πόλη μια συνοικία με μόνο στόχο τον πλουτισμό επιχειρηματιών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη των μελλοντικών κατοίκων να έχουν σχέσεις μεταξύ τους. Το κείμενο της Τζέικομπς μιλάει για τα πεζοδρόμια, τα συμπεράσματά της όμως μπορούν να προβληθούν και στη ζωή κάτω από τη γη. Το μετρό εξυπηρετεί επειδή είναι ασφαλές. Το μετρό συνδέει κάποιες κοινωνικές πραγματικότητες με άλλες, είναι ένα όπλο ενάντια στην απομόνωση. Το μετρό μάς επιτρέπει να ζούμε χωρίς την υποδούλωση στο αυτοκίνητο, που κατέστρεψε πόλεις όπως το Μαϊάμι ή το Λος Αντζελες. Είναι κατοικήσιμο, όπως και οι δρόμοι από πάνω του. Στις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80, όταν η Νέα Υόρκη έφθασε στο σημείο να παραδώσει τα όπλα λόγω του υψηλού επιπέδου επικινδυνότητας, το μετρό χαρακτηριζόταν από τις ίδιες συνθήκες. Ο κινηματογράφος έχει καταγράψει εκείνη την εποχή, όταν όλοι οι τοίχοι των βαγονιών ήταν καλυμμένοι με γκραφίτι. Είναι το μετρό της καταδίωξης στον Ανθρωπο από τη Γαλλία ή του νεαρού Τραβόλτα που πήγαινε από το Μπρούκλιν στο Μανχάταν στο Πυρετός το σαββατόβραδο. Πολλοί λένε ότι η Νέα Υόρκη έχει χάσει το άρωμά της, την ουσία της, ότι είναι πια κάτι σαν τουριστική Βενετία. Αυτοί που το λένε μάλλον δεν έχουν ζήσει το άγχος της ανασφάλειας.

Τ ο αίσθημα της νοσταλγίας για εκείνο το ανησυχητικό μετρό είναι ένα θέμα στο οποίο επανέρχονται με κάποια σχετική συχνότητα όσοι σχετίζονται με μια κουλτούρα που αναπαράγει κοινοτοπίες αγνοώντας ότι είναι κοινοτοπίες. Μπήκα πρώτη φορά στο μετρό της Νέας Υόρκης το 1991. Ηταν πλέον ασφαλές· ωστόσο μου έφερε ταραχή η βιαιότητα του θορύβου και η εικόνα αυτής της κιβωτού του Νώε που μετέφερε όλα τα ανθρώπινα είδη. Εχουν περάσει σχεδόν 16 χρόνια, ακόμη και σήμερα όμως όταν βάζω τη Μetrocard στην υποδοχή ξέρω πως δεν πληρώνω μόνο για τη μετακίνηση. Και αυτό δεν είναι απλά και μόνο η άποψη μιας αλλοδαπής: και στους Νεοϋορκέζους (αν και δεν το δείχνουν) το ίδιο συμβαίνει. Οποτε συναντάς κάποιον είναι σπάνιο να μην αρχίσει η συζήτηση με φράσεις όπως: «Ξέρεις τι μου συνέβη σήμερα στο μετρό;». Είναι ιστορίες που ζωντανεύουν τις συζητήσεις, που εμπνέουν διηγήματα ή τραγούδια. Μου έρχεται στο μυαλό μία από αυτές τις ιστορίες, θρυλική πλέον: η θλιβερή φιγούρα του Τσάρλι Πάρκερ το 1954, μετά τον θάνατο της κόρης του, να παίρνει το μετρό για να τον πάει οπουδήποτε, σαν ένας από τους ζητιάνους που λαγοκοιμούνται ενώ διατρέχουν την πόλη, όπως εκείνος ο νεκρός για τον οποίο οι επιβάτες νόμιζαν επί ημέρες ότι κοιμόταν.
Από ΤΟ ΒΗΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: