Μάλιστα. Αυτό είναι το λιμάνι! Λιμάνι να μη θέλεις να βγεις απ' τα νερά του από την καθαρότητα. Με τον άσπρο του μικροσυνοικισμό αριστερά, σωστό ησυχαστήριο, μόνο το βοριά ακούς, που κατεβαίνει από πάνω, από το βουνό. Στην παραλία, η Ντομινίκ αριστερά και ο περίφημος Αποστόλης με το ξύλινο κιόσκι δεξιά, τα φαγάδικα με φρέσκο ψάρι και ποικίλες νοστιμιές. Πάνω δεξιά, 10 λεπτά με τα πόδια η χώρα, το Χωριό. Ολα στην ηρεμία του '60 ακόμα, στην Κίμωλο.
Το ωραίο μονοπάτι ανηφόριζε από τον κόλπο της Βρώμας και η απογευματινή αύρα μας δρόσιζε στο γεμάτο πουρνάρια κυκλαδίτικο τοπίο. Πίσω μας βλέπαμε το...
εκκλησάκι της Παναγιάς να μικραίνει, τις πεζούλες με τις πρωτόγονες ξερολιθιές να παίρνουν ένα ζεστό πορτοκαλί χρώμα δεξιά και την πλαγιά του βουνού, τις Κορακιές, να αντηχεί από τις λαλιές πλήθους πουλιών, που φωλιάζουν στις πυκνές φυλλωσιές των θάμνων και των ξερόδεντρων.
Καθακιές χαμηλές, χτισμένες πριν από χρόνια πολλά, φυτρώνουν στις πλαγιές και μικρές ομάδες από ξεροελιές ρίχνουν σκιά πού και πού εκεί όπου κάποτε λίγα λιόπανα στρωνόντουσαν για να βγει όσο λαδάκι χρειαζόταν το σόι.
Πλησιάζοντας προς το διάσελο και τη διασταύρωση με τον άλλο χωματόδρομο, που κατεβαίνει για τον Πήγαδο και τα Πράσσα, η βοή από το ζουζούνισμα δύο μελισσιών σπάει την ησυχία και οι πολύχρωμες, ξεθωριασμένες κυψέλες σπάνε το καφεπράσινο του τοπίου.
Μετά από μισή ώρα δρόμο φαίνεται κάτι μπροστά μας, το πρώτο πλάτωμα με τ' άσπρα σπίτια και μετά το δεύτερο και αριστερά το τρίτο, κακοβραχωμένο, με τους ανεμόμυλους που κάποτε τρέφανε όλο το νησί. Σήμερα, ερειπωμένοι στέκονται να βλέπουν το πέλαγος και την όμορφη Πολύαιγο απέναντι, με τις βαριές ξύλινες φτερωτές σπασμένες, άλλες στις γκρεμισμένες στέγες, άλλες κάτω στο πετρώδες κακοτράχαλο έδαφος.
Εκεί, σ' αυτό το σημείο πάνω από την πόλη της Κιμώλου όπου δεν πηγαίνουν συχνά οι επισκέπτες γιατί έχει ανηφόρα και τ' αυτοκίνητα, ευτυχώς, σπανίζουν ακόμα στο νησί, λυσσομανάνε οι αέρηδες -εξ ου και οι μύλοι- και καθαρίζει ο νους σαν να του παίρνουνε τις μαύρες σκέψεις και τις πετάν στο πέλαγος.
Αλλά ο νους καθαρίζει στην Κίμωλο, φυσάει δε φυσάει, για έναν πιο ουσιαστικό λόγο. Δεν έχει ακόμα αλωθεί και μια ατμόσφαιρα απ' τη δεκαετία του '60 σε τυλίγει στους ρυθμούς, σε ό,τι βλέπει το μάτι σου, σε ό,τι γεύεσαι και ακούς. Ακόμα, γιατί αυτό που λέγεται ανάπτυξη επελαύνει σφοδρή.
Σώζεται ακόμα το νησί γιατί τα ενοικιαζόμενα δωμάτια είναι λίγα και οι πιο πολλοί από τους επισκέπτες είναι οι συγγενείς, οι φίλοι και οι ντόπιοι που ξεκαλοκαιριάζουν.
Σώζεται στα δικά μας μάτια, γιατί τα έργα υποδομής, που έχει ανάγκη ο τόπος, σαν το νερό, την αποχέτευση, τα σκουπίδια, το λιμάνι -που στ' αλήθεια δεν έχει-, είναι υποσχέσεις που μένουνε στα λόγια και δυσκολεύουν τη ζωή των λίγων που μένουν ολοχρονίς εκεί.
Αυτός ο πρωτογονισμός, ας πούμε, όμως είναι που σε κερδίζει με το που φτάνεις στο νησί και στην ωραία αμμουδιά, που έμελλε να είναι το λιμάνι του νησιού, η Ψάθη. Λιμάνι, τρόπος του λέγειν, ένας ντόκος και μισός όλος κι όλος, ίσα για να δένει το καράβι με την πλώρα έξω από τον κόλπο και ό,τι πρέπει για την παντόφλα, την «Παναγιά», που κάνει τη διαδρομή Κίμωλο - Απολλωνία Μήλου καμπόσες φορές τη μέρα.
Αυτή η παντόφλα-φέρι μποτ που εξυπηρετεί τους επισκέπτες είναι στην πραγματικότητα ο κλασικός τρόπος μεταφοράς των Κιμωλιωτών που δουλεύουν στα ορυχεία της Μήλου και που μ' αυτή τους τη δουλειά φέρνουν στη φαμελιά τους και στο νησί κανένα φράγκο. Από άλλους πόρους το νησί δεν έχει, εκτός από τα δικά του ορυχεία, που κάποτε το κάναν περιζήτητο για τα πετρώματά του μέχρι που εφευρέθηκε η τεχνητή κιμωλία.
Προς την ανατολή, στα Πράσσα, στον Αγιο Γιώργιο, ακόμα φορτώνουν και ξεφορτώνουν φορτηγά από ορυχεία, που απομένουν, τρώγοντας το σπλάχνο του νησιού σ' ένα τοπίο που αστράφτει απ' την ασπρίλα και κάνει τα νερά της θάλασσας ολόιδια στο χρώμα του σμαραγδιού.
Το Πρασσιδάκι, με το Πρασσονήσι στη μέση, είναι ίσως η ωραιότερη παραλία του νησιού, καλά προστατευμένη απ' το βοριά, και φτάνει κανείς από τη χώρα και με αμάξι, χωρίς άσφαλτο.
Η διαδρομή μάλιστα αποζημιώνει γιατί περνάει από την κυκλαδίτικη ενδοχώρα και πέφτει μπαλκόνι πάνω από τη θάλασσα πριν απ' τον Πήγαδο, που γίνεται παραλιακός.
Ωραία αμμουδιά, όμως, έχει και το λιμάνι άμα κανείς δεν θέλει να απομακρυνθεί από τη χώρα. Ετσι κι αλλιώς, στον έναν ντόκο -ο θεός να τον κάνει- χωράνε δε χωράνε 9 σκαφάκια, που έρχονται εδώ τα πιο πολλά πηγαίνοντας για Μήλο ή Φολέγανδρο.
Δίπλα από το λιμάνι, μια στροφή είναι η παραλία του Ρέματος, μ' ένα μικρό οικισμό από Σύρματα και λίγα εξοχικά, τη Γούπα.
Τα νερά είναι κρυστάλλινα και έχει σκιά από αρμυρίκια. Πάνω, στην κορυφή του Ρέματος, βλέπεις κομμάτι της χώρας.
Αλλά ο κόσμος πηγαίνει για μπάνιο κυρίως στα Ελληνικά και στις Μπουνάτσες. Δεν έχει άδικο. Οι δύο μεγάλες αμμουδιές χωράνε πολλούς και έχουν λίγους σε σχέση με το μέγεθός τους.
Είναι, όπως είπαμε, η ευλογία της Κιμώλου, που φιλοξενεί ακόμα λίγους τουρίστες και πιο πολλούς συγγενείς. Χώρια που και οι δύο έχουν ταβέρνα και το μοναδικό λεωφορείο σε πάει ώς τη θάλασσα.
Αυτό το λεωφορείο, βγαλμένο από άλλη εποχή, ανεβοκατεβαίνει και λιμάνι - χώρα, αν και η απόσταση είναι ένα δεκάλεπτο, άντε τέταρτο με τα πόδια, ανηφορίτσα όχι απότομη. Ωραία βόλτα για τ' απόγευμα με έπαθλο τα μοβ και κόκκινα χρώματα της δύσης γύρω και πάνω στην Πολύαιγο, απέναντι. Μια θέα γαλήνια από το σχολείο, στη χώρα, που έχει την Ψάθη πιάτο κάτω. Κάποτε, μέχρι πρόπερσι, είχε και δύο παγκάκια στο πλάτωμα μπροστά απ' το σχολείο, όπου κάθονταν συνήθως οι γέροι και κουβέντιαζαν ή σιωπούσαν απολαμβάνοντας την ησυχία του σούρουπου. Τα 'φαγε η νοσηρή διάνοια κάποιου περίεργου τύπου με εξουσία τέτοια που να μπορεί να σου στερεί χαρές για να ταΐσει φόβους.
Από το καλντερίμι εκεί μπαίνεις στα καθαρά στενά της κυκλαδίτικης κάτασπρης χώρας, χωρίς εξεζητημένες εμπορικές και αρχιτεκτονικές ακρότητες, όπως ήταν εδώ και χρόνια, επειδή ο τόπος είναι ζωντανός, κατοικείται από τους Κιμωλιάτες και ακόμα δεν πουλιέται αθρόα στην κουλτούρα της Αθήνας.
Τα παλιά σπίτια που δεν κατοικούνται και έχουν μισοερειπωθεί μαρτυρούν και πώς ήταν ο οικισμός μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα, με τις ξύλινες πόρτες και τα κελάρια με τους βόλτους. Αυτό, όμως, που εντυπωσιάζει πιο πολύ είναι το Κάστρο, το κέντρο της εποχής των Φράγκων, που δεν έχει τείχη, τείχη είναι τα σπίτια που ακόμα και σήμερα στέκουν, κατοικημένα, το ένα κολλημένο στο άλλο, δημιουργώντας ένα απροσπέλαστο πέτρινο τετράγωνο.
Απ' έξω είναι μόνο τα παράθυρα, ψηλά, και το τείχος διακόπτεται από τις καμαρωτές πύλες - εισόδους του. Από μέσα είναι τα ενετικά απομεινάρια και η ζωή από τα σκαλωτά διώροφα σπίτια.
Δεν είναι μεγάλο το Κάστρο, αλλά είναι ένα κομμάτι λαϊκού πολιτισμού και αγαστής συμβίωσης ανθρώπων με έναν τρόπο που χάνεται μέσα στη σύγχρονη μονομανία.
Το καφενείο στην επάνω πλατεία είναι καφενείο και όχι δήθεν, όπως και τα σουβλάκια λίγο πιο πέρα. Και οι άνθρωποι είναι αξιοπρεπώς ευγενικοί, χωρίς πολλές ρεβεράντζες, όπως συχνά συμβαίνει στους τουριστικούς τόπους.
Η χώρα είναι μικρή και η ζωή, ακόμα και το κατακαλόκαιρο, είναι των κατοίκων και όχι των ξένων. Κι αυτό σε κάνει να αισθάνεσαι περισσότερο σπίτι σου παρά σ' έναν τουριστικό προορισμό.
Ακόμα κι αν κατέβεις με τα πόδια στο λιμάνι, την Ψάθη, ένα δεκάλεπτο όλο κι όλο, θα αισθανθείς ότι έφτασες απλώς σ' ένα γραφικό λιμανάκι, με δύο ταβέρνες πάνω στην αμμουδιά και λίγα σπίτια, χαρισματικά, που έχουν τη θάλασσα στα πόδια τους για να ευφραίνεται η ψυχή από τον παφλασμό του κύματος.
Μόνη επαφή με τον έξω κόσμο, τα ιστιοπλοϊκά που δένουν στο μικρό ντόκο και το καράβι της γραμμής, που μοιάζει πελώριο στο τόσο δα λιμάνι.
Ο έξω κόσμος, όμως, δεν είναι το ζητούμενο για όσους έρχονται στην Κίμωλο. Σε τέτοια απλότητα, το πιο πολύτιμο πράγμα που βρίσκει κανείς είναι ο μέσα κόσμος. Ο δικός του.
Από το enet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου