Της ΡΟΥΛΑΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ καΐκι δεν το λες ακριβώς «καράβι» αλλά πάντως τη δουλειά του την έκανε. Τριάντα πέντε λεπτά διήρκεσε ο διάπλους μου από τη μια πλευρά της Ιστορίας στην άλλη. Από τη Χίο στον Τσεσμέ κι από εκεί οδικώς για τη Σμύρνη. Ένα μικρό βήμα για τον άνθρωπο ένα μεγάλο βήμα για την ανθρωπότητα, που λέει και η προπαγάνδα του πολέμου των άστρων. Οι δικές μου φιλοδοξίες πάντως ήταν σαφώς χαμηλότερες και διόλου πολεμικές. Είχα μόλις τελειώσει το βιβλίο του Γκουρογιάννη για την Κύπρο και δεν είχα άλλον χώρο για αναψηλαφήσεις και εθνικά δράματα. Από το παράθυρο του πούλμαν χάζευα τα...
πολυδιαφημισμένα παράλια του Εθνικού Τουρισμού της Τουρκίας και τα έβρισκα, επιεικώς χάλια.
Στην παρακαμπτήριο προς Βουρλά απέκρουσα τις προσπάθειες του ελληνόφωνου ξεναγού να με ρίξει στη συγκίνηση και στο πρότζεκτ για τα μέτρα οικοδόμησης αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Εντάξει με το πατρικό του Σεφέρη, αλλά εδώ κοντέψατε να κρεμάσετε κοτζάμ Ορχάν Παμούκ, σκέφτηκα ξύνοντας την πάνω πάνω στρώση της τουρκοτσαντίλας μέσα μου.
Έτσι, όσο κι αν σας φανεί παράξενο- για τον Παμούκ ρε γαμώ το- έφτασα στο λιμάνι της Σμύρνης αποφασισμένη να «συνωστιστώ», αλλά πού; Ένας φιλοπρόοδος δήμαρχος έχει αλλάξει τα φώτα της Ιστορίας και της προκυμαίας διά της αλάνθαστης μεθόδου του μπαζώματος. Στάθηκα στο μοναδικό απείραχτο κομμάτι, απέναντι από το Ελληνικό Διοικητήριο, αλλά και να είχα στεφάνι δεν θα το χαλάλιζα στα βρωμόνερα. Ένας χαμογελαστός Ατατούρκ, πανταχού παρών μέσα από τις γιγαντοαφίσες, με προέτρεπε να αντιμετωπίσω θετικά την όλη κατάσταση. «Εκτός από εκσυγχρονιστής ήταν κι ένας κούκλος», είπε η φίλη μου υπολογίζοντας στην αδυναμία μου για τον συγκεκριμένο συνδυασμό. Το «πνεύμα Τρεμόπουλου» με πήγε ίσα με το νεόδμητο Μall στην άκρη του ιστορικού quais απ΄ όπου αγόρασα ένα ζευγάρι ωραιότατα πέδιλα στο εν τέταρτον της αθηναϊκής τους τιμής. Μετά σκανάρισα τα ράφια των βιβλιοπωλείων αποφασισμένη να ανακαλύψω ΕΔΩ την πάσα αλήθεια.
Άλλη άλγεβρα κι ετούτη. Πουθενά ο Παμούκ αλλά σε περίοπτα σταντς τα βιβλία της διωκόμενης από το βαθύ κράτος, νεαρής Ελίφ Σαφάκ. Όταν πάω στην Αθήνα θα τα αγοράσω όλα, είπα μέσα μου, ενώ απ΄ έξω μου προσπαθούσα να αντισταθώ στον φασισμό των ψηφιακών φωτογραφικών μηχανών που με απανωτά πρεσβυωπικά κλικ προσπαθούσαν να καταπιούν την ψυχή των ελάχιστων ελληνικών σπιτιών της παραλίας.
Η βουλιμία των άλλων γυρίζει μέσα μου ως ανορεξία έτσι δεν έφαγα μπουκιά από τα λαχματζούν τα κεμπάπ και τα καζάν ντιπί που καταβρόχθιζαν οι συνταξιδιώτες μου. Με τέτοια κάψα στο μυαλό αρκούσε ένα κλωναράκι από κόλιαντρο να με στείλει στον αγύριστο.
Από το παζάρι αγόρασα μόνο τρία μπουκαλάκια παγωμένο νερό και τ΄ άδειασα απάνω μου. Sakis- Sakis με κορόιδευαν οι φίλες μου οι κεμαλίστριες, εγώ όμως εκείνη την ώρα έπαιζα το κεφάλι μου για έστω μια σταγόνα ανόθευτης συγκίνησης. Ο καθένας έχει τις χαμένες πατρίδες που του έλαχαν, σκέφτηκα, κι έριξα στην άσφαλτο μια σταγονίτσα νερό για τη μακαρίτισσα τη γειτόνισσά μου, την κυρία Αγγέλα, την εκπάγλου καλλονής γραία από το Κορδελιό που δεν μας χτυπούσε το κουδούνι για να ζητήσει ούτε λεμόνι εάν προηγουμένως δεν είχε σιάξει τον κότσο της και δεν είχε περάσει λίγο άρωμα πίσω από τ΄ αυτιά της. Να το ξέρει άραγε ότι τη θυμάμαι;
ΝΕΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου