Από την tsaousa
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γάτος.
Όμορφος γάτος.
Μαύρος, γουνωτός, με τεράστιες άσπρες βούλες στο κεφάλι και την πλάτη.
Όχι πολύ καθαρός, αλλά όποτε είχε χρόνο γλειφότανε δείχνοντας περίσσια επιμονή στα ευαίσθητα σημεία.
Κωλαράκι και αρχιδάκια κυρίως.
Το δεξί μπροστινό του πόδι όμως, όσο και αν το έπλενε, παρέμενε κίτρινο της ώχρας εκεί ανάμεσα σε δείχτη και παράμεσο.
Ήταν μανιώδης καπνιστής.
Κάπνιζε...
3 πακέτα την ημέρα και μάλιστα Gauloises άφιλτρα.
Κι άμα κολλούσε με παρέα για τζαμάρισμα τη νύχτα, ή έπιανε καυγά στις μάντρες, τα ‘φτανε τέσσερα.
Στην πρώτη του νιότη το κάπνισμα δεν τον ενοχλούσε καθόλου.
Τώρα όμως που είχε μεγαλώσει κάπως, τον δυσκόλευε.
Λαχάνιαζε εύκολα.
Σκαρφάλωνε δέντρο και φούσκωνε.
Κυνηγούσε ποντίκι και τα ΄φτυνε.
Ρεζίλι των σκυλιών είχε γίνει.
Αλλά κι από όσφρηση χάλια.
Ελαττώθηκε. Πολύ.
Τηγάνιζε ψάρια η κυρά Δόμνα κι αυτός χαμπάρι.
Παλιά, από το λάδι έπαιρνε πρέφα και στην πρώτη τηγανιά έκανε γιούρια στην κουζίνα κι ό,τι έπιανε το στόμα του. Κι έπιανε πολλά.
Η κυρά Δόμνα του πέταγε το Vettex, αλλά ο γάτος γινόταν καπνός.
Τώρα όμως, με τόσο καπνό που έβαζε μέσα του τόσα χρόνια, μέχρι να μυρίσει το τηγάνι, είχανε μείνει ψαροκόκαλα.
Χορταίνεις με ψαροκόκαλα;
Αυτό ήταν το τίμημα της ελευθερίας του.
Αν είχε αφεντικό δεν θα του ‘λειπε το φαί, αλλά θα ήταν ευνουχισμένος.
Καλύτερα νηστικός και με τα μπαλάκια του στη θέση τους, παρά χορτάτος και ντιγκιντάνγκας.
Ας λένε ότι θέλουνε, αυτός δεν πίστευε στη στείρωση.
Μα τώρα πείναγε.
Κι έφταιγε το ρημάδι το κάπνισμα.
Σκεφτόταν να το κόψει, είχε κάνει κάποιες προσπάθειες παλιότερα, αλλά χωρίς επιτυχία.
Εξ΄ άλλου, το γούσταρε το γαμημένο.
Ειδικά τα 3 πρωινά τσιγάρα με τον καφέ.
Ο Μίμης απ΄ το ισόγειο της απέναντι πολυκατοικίας έπινε πάντα τον καφέ του στο μπαλκόνι, χειμώνα-καλοκαίρι.
Κι όταν έφευγε για τη δουλειά τον παράταγε εκεί, πάντα μισοτελειωμένο.
Οι τελευταίες τζούρες του καφέ είναι οι καλύτερες κι ο γάτος που παραμόνευε, την έκανε λαχείο.
Άσε που τον πίνανε κι οι δύο μέτριο.
Τέτοια κωλοφαρδία.
Την ιδέα να σταματήσει το κάπνισμα, την είχε αφήσει. Στο μέλλον, έλεγε.
Όμως σερνόταν πνευμονία, μια αρρώστια που ταλανίζει τις γάτες και ο δικός μας που είχε πεσμένο ανοσοποιητικό, κόλλησε.
Ανέβασε πυρετό, δυσκολευόταν να αναπνεύσει και η μύτη του γέμισε γκριζοπράσινες βλέννες.
Αντιβίωση δεν κράταγε πάνω του, πού να τη βρει κιόλας;
Αν είχε αφεντικό, τώρα ειδικά θα του ήταν χρήσιμο.
Υπέφερε.
Άρχισε να αναρωτιέται: καλύτερα πεθαμένος, ή ευνουχισμένος;
Όσο κι αν το παίδευε, του φαινόταν το ίδιο.
Σκέφτηκε ότι με λίγη προσοχή θα το ξεπεράσει και θα γίνει καλά.
Έκοψε με μιας το κάπνισμα.
Βέβαια, όταν του ‘πεφτε ο πυρετός έκανε κέφι να ρουφήξει ένα βαρύ ως να ταλαντευτούν τα τύμπανα στα αυτιά του.
Αλλά δεν το ‘κανε.
Φοβόταν μην πεθάνει.
Σαν τόσες και τόσες κοπρόγατες.
Ήθελε να γίνει καλά.
Μόνο εφτά ζωές είχε να ζήσει.
Τις αγαπούσε τις ζωές του.
Δεν ήταν χέστης, αλλά οι ζωές είναι το πολυτιμότερο αγαθό.
Έπρεπε να γίνει καλά.
Και έγινε.
Κόβοντας το κωλοκάπνισμα.
Ένιωθε υπέροχα.
Άρχισε να σκαρφαλώνει στα δέντρα και να κυνηγάει σφεντόνα τα ποντίκια.
Το τηγάνι της κυρά Δόμνας το τσάκισε.
Η όσφρηση του τσίτα.
Χέζανε στον πέμπτο και το μύριζε στο ισόγειο.
Καταπληκτικό!
Πόσο μαλάκας ένιωσε που κάπνιζε για χρόνια.
Πήρε βέβαια μερικά κιλά, αλλά μπροστά στην υγεία του, την είχε γραμμένη την κομψότητα.
Άλλωστε, πολλές γάτες θέλουν τον γάτο με τα πιασιματάκια του.
Μια χαρά ήτανε. Μια χαρά! Και τα δαχτυλάκια τζάμι.
Μια μέρα μετά από λίγο καιρό, ένιωσε να ανεβάζει δέκατα.
Ανησύχησε. Θερμόμετρο δεν είχε, πού να το βρει κιόλας;
Σε δυο μέρες ψηνόταν πάλι στον πυρετό.
Ξαναγέμισε μύξες, αδυνάτισε.
Η πνευμονία επανήλθε.
«Μόνο εγώ ξέρω πώς θα διώξεις το χτικιό. Αρκεί να με ακούσεις».
Έτσι του ‘πε ένας γέρος γάτος μονάρχιδος, που την κοπάνισε κάποτε απ΄ το κτηνιατρείο την ώρα που ο γιατρός ετοιμαζόταν να του κόψει και το δεύτερο μπλιμπλίκι.
Δεν είχε πρόβλημα όμως. Γαμούσε κανονικά.
Όχι τώρα. Όταν ήταν νέος.
«Ο μόνος τρόπος να γίνει εντελώς καλά», του είπε ο γέρος γάτος, «...είναι η Ομοιοπαθητική. Πρέπει να αρχίσεις να καπνίζεις. Να καπνίζεις πολύ!» Και συνέχισε: «…θα μπουκώσουν τα πνευμόνια απ΄ τη νικοτίνη, η πνευμονία δεν θα χωράει μέσα τους πια και θα την κάνει μια για πάντα. »
Έτσι κι έγινε.
Ο γάτος ξανάρχισε το κάπνισμα.
Μανιωδώς, όπως πριν. Και χειρότερα ακόμα.
Σε λίγες μέρες έγινε περδίκι. Γατίκι μάλλον.
Φυσικά τα παλιά προβλήματα αντοχής και όσφρησης εμφανίστηκαν ξανά και τα δαχτυλάκια του κιτρίνισαν πάλι, αλλά η πνευμονία θεραπεύτηκε τελείως.
Από τότε ο γάτος αποσχίστηκε από την Κλασική Ιατρική.
Συνταυτίστηκε με την Ομοιοπαθητική και έγινε φανατικός οπαδός της μέχρι τα βαθιά γεράματα.
Πέθανε σε ηλικία 7μισυ ζωών, υπερπλήρης ημερών.
Από πνευμονία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.