Από την tsaousa
Η ζωή είναι ένα βαθύ χαντάκι με σκατά και καθημερινά πηδάς από τη μια μεριά στην άλλη.
Αυτό είναι αξίωμα και ισχύει για όλες τις στιγμές της ζωής σου, ακόμη και τις πιο χαλαρές.
Παράδειγμα: το χαντάκι σήμερα ήταν φίσκα και πάνω που το πήδαγες σου σκάτωσε τα πόδια.
Οπότε λες, δεν την κοπανάω απ΄ τη δουλειά να πάω καμιά θάλασσα, να ηρεμήσω;
Και σε μισή ωρίτσα βρίσκεσαι στην κοντινότερη παραλία.
Με το που ακουμπάς τη σαγιονάρα στην άμμο, συναντάς συνάνθρωπο που...
μόλις έφτασε και σαν εσένα πήδαγε από το πρωί χαντάκια.
Τα χαντάκια δικαιολογούν τη γυαλάδα στο μάτι και των δυο, όπως επίσης την ανάγκη σας για μια καλή ξαπλώστρα, να χυθεί το σαρκίο πάνω της, σαν παρθένα καυλωμένη στα σεντόνια.
Κοιταζόσαστε για λίγο, αλληλοφτύνεστε με το υγρό σας βλέμμα και αρχίζετε να ψάχνετε για ξαπλώστρα, την πιο κοντινή στο κύμα.
Τέτοια ξαπλώστρα διαθέσιμη δεν υπάρχει, γιατί την έχουν καβατζώσει δυο πετσέτες που κάποια στιγμή θα σκουπίσουν δυο κώλους από άλλους χαντακοπήδουλες οι οποίοι μπανιαρίζονται πίσω από τα βράχια, μετά θα πάνε για χλαπάκιασμα απέναντι με το βαρκάκι και θα γυρίσουν μόλις πέσει ο ήλιος να πάρουν τις πετσέτες και να φύγουν.
Οι Έλληνες λέμε «με τον παρά μου γαμώ και την κυρά μου» κι αφού οι μάγκες έχουν πληρώσει τις ξαπλώστρες, εσύ η «κυρά τους » με το πουλί στα σκέλια, θα αρχίσεις να ψάχνεις για ξαπλώστρα πίσω-πίσω.
Βρίσκεις τελικά μια δίπλα από τον κάδο με τα σκουπίδια τα οποία βρωμάνε μέχρι και στα χταπόδια στο βυθό, ικετεύεις τον συνάνθρωπο που ψάχνει ακόμα ξαπλώστρα να μη στην πάρει γιατί την είδες πρώτος και αυτός στην παραχωρεί όχι γιατί είναι ευγενικός, αλλά γιατί έχει μαστουρώσει από τη μπόχα και δεν καταλαβαίνει τι κάνει.
Ξαπλώνεις, πασαλείβεσαι με αντηλιακό περιμένοντας να δράσει, κλείνεις τα μάτια και χαλαρώνεις.
Εκείνη τη στιγμή ένα πράγμα είναι σίγουρο ότι θα συμβεί: θα τινάξει ο μπροστινός σου την πετσέτα και θα κολλήσει η άμμος πάνω σου, με αποτέλεσμα να γίνεις ωραιότατη αμμοβολή για το τραπεζάκι του σαλονιού.
Αν μπινελικώσεις, θα σε μπινελικώσει κι ο άλλος, δεν υπάρχει περίπτωση, ίσως να πέσει και καμιά ψιλή.
Αν δεν μπινελικώσεις, θα σου τινάζει την πετσέτα στη μάπα όλη μέρα.
Η λύση είναι να αλλάξεις ξαπλώστρα.
Η μόνη ελεύθερη βρίσκεται δίπλα από το πέρασμα για το μπαρ.
Μέχρι να ακουμπήσεις εκεί τα συμπράγκαλα σου, περνάει ένας μαλάκας χοροπηδώντας γιατί καίγεται στην άμμο, κουβαλώντας φραπέδες.
Εδώ συμβαίνει κάτι που ενώ στην αρχή φαίνεται εκνευριστικό, αποδεικνύεται σχεδόν χρήσιμο.
Οι χοντρές σταγόνες από το φραπέ σου ‘ρχονται στη μάπα και τις σκουπίζεις αυτόματα με το χέρι.
Εντάξει. Δε χάλασε ο κόσμος.
Χαλάσανε όμως οι σφίγγες, που σου την πέφτουνε σαν σμήνος της αεροπορίας σε άσκηση.
Αρχίζεις να τινάζεσαι για να τις διώξεις και με το τίναγμα φεύγει η μισή άμμος που είχε κολλήσει πάνω σου νωρίτερα, οπότε ξαναγίνεσαι τζιτζί.
Εδώ είναι η σχεδόν χρησιμότητα της φάσης.
Σχεδόν, γιατί η άμμος πάει και κολλάει στο διπλανό σου, που μόλις πασαλείφτηκε με αντηλιακό και γίνεται αυτός κώλος.
Αν δε σου χώσει σφαλιάρα, σε βάζει στο μάτι για το υπόλοιπο της ημέρας.
Και ανάλογα το χαρακτήρα του, σε εκδικείται.
Δηλαδή:
Ή που θα ακούει μουσική τσίτα στα ακουστικά και θα σου κάνει τα αρχίδια Μέγαρο μουσικής, ή που θα μιλάει με τη γκόμενα δυνατά για τους μαλάκες που κυκλοφορούν στις παραλίες, ή όταν βουτήξεις θα σου βγάλει τη βαλβίδα να βουλιάξεις.
Δεν έχεις άλλη λύση από το να αλλάξεις ξαπλώστρα.
Επειδή το σύμπαν δεν είναι τόσο κακό όσο φαίνεται, την ώρα που ψάχνεις πάλι για άδεια ξαπλώστρα, σηκώνεται ένα δυνατό μελτεμάκι και παίρνει τις πετσέτες από τις καβαντζωμένες ξαπλώστρες.
Το βλέπεις και πας εκεί σφαίρα.
Σκας πρώτη μούρη στο κύμα και χαλάλι που τόση ώρα στην παραλία το μαγιό σου είναι πιο στεγνό κι απ΄το κουστούμι σου στη ντουλάπα.
Στρώνεις την πετσέτα άρον-άρον, τη στερεώνεις με συρματάκι μη την πάρει ο αέρας και σου φάει την ξαπλώστρα κάνας πούστης και βουτάς επιτέλους γιατί σου αξίζει.
Στη ζωή σου δίνονται ευκαιρίες ελάχιστες φορές και είσαι αποφασισμένος να απολαύσεις τη στιγμή.
Μπαίνεις με αυτοπεποίθηση στο νερό, κάνεις τις απλωτές σου και νοιώθεις άρχοντας.
Δεν πα να κολυμπάνε όλοι οι χαντακωμένοι δίπλα σου, σήμερα η τύχη σου χαμογέλασε κι ας σε κέρασε φαρμάκι στην αρχή.
Πας βαθιά, ρίχνεις ένα ωραίο κατούρημα, κάνεις λίγο ανάσκελα, φτιάχνεις συντριβανάκια νερού με το στόμα, κάνεις λίγο πεταλούδα, ξαναχαλαρώνεις και κολυμπάς σιγά-σιγά για έξω άνετα, ήρεμα κι ωραία.
Βγαίνεις από το νερό με προσοχή μην πατήσεις τα σαράγια που φτιάχνουν τα πιτσιρίκια στην άμμο και σε πιάσει η μάνα τους στο στόμα της, φτάνεις στην ξαπλώστρα σου και την πέφτεις πάνω της τσίφτης και βασιλιάς.
Το περίεργο είναι ότι εκείνη τη στιγμή γυρίζουν αυτοί που είχαν καβαντζώσει τις ξαπλώστρες από το πρωί γιατί αποφάσισαν να μην πάνε για φαί απέναντι, σε βλέπουν και γίνεται της πουτάνας.
Φωνάζουν τον υπεύθυνο, αυτός σε αποκαλεί δυνατά γύφτο και τζαμπατζή, οι υπόλοιποι χαντακοπήδουλες της παραλίας σχολιάζουν μεταξύ τους και σε δείχνουν με το δάχτυλο, εσύ νοιώθεις τελείως μαλάκας και ξαναλλάζεις ξαπλώστρα.
Κατά το απογευματάκι, έχοντας αλλάξει 55 ξαπλώστρες, μαζεύεις τα πράγματα από την τελευταία και φεύγεις.
Πηδάς το χαντάκι αποφασισμένος την επόμενη φορά να το περάσεις κουβαλώντας δικιά σου ξαπλώστρα γιατί δεν την ξαναπατάς.
Ας δούμε τι πιθανότητες έχεις να περάσεις καλά όταν πας με τη δική σου ξαπλώστρα:
Θα κληθείς να πληρώσεις στην παραλία νοίκι για την ξαπλώστρα που έφερες εσύ, αλλά θα τη λένε δικιά τους.
Αν είσαι τυχερός και δε σου ζητήσουν φράγκα, την ώρα που θα φεύγεις το απόγευμα με την ξαπλώστρα σου στον ώμο, θα κατηγορηθείς ότι την κλέβεις.
Σε παίρνουν τότε όλοι στο κυνήγι με τις ξαπλώστρες στα χέρια γιατί σε θυμούνται από την προηγούμενη φορά, εσύ φρικαρισμένος τους πετάς τη δικιά σου να γλιτώσεις, την τρώει ένα παιδάκι στο κεφάλι, ο πατέρας του τραβάει όπλο, αστοχεί και χτυπάει ένα γλάρο που κρατάει ψάρι, πέφτει το ψάρι πάνω σου, πας να το πιάσεις να το φας για βραδυνό, αυτό γλυστράει και βουτάει στο νερό, γυρίζεις να το μαζέψεις αλλά δεν σου κάθεται οπότε μαζεύεις τον γλάρο, κλέβεις ένα ποδήλατο για να φτάσεις γρήγορα στο αυτοκίνητο σου αλλά δεν πάει γιατί είναι θαλάσσης, βγαίνεις στο δρόμο να πάρεις λεωφορείο αλλά επειδή αργεί αναγκάζεσαι να τρέχεις πάνω-κάτω μη σε πιάσουνε, έρχεται τελικά, το παίρνεις και κατά τις 9 το βράδυ πηδάς το χαντάκι και πας σπίτι σου, ορκισμένος να μην ξαναπατήσεις σε οργανωμένη παραλία.
Λύση στο πρόβλημα:
Πάρε μια ψάθα ρε μαλάκα να κάνεις τη δουλειά σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου