Της ΜΑΡΙΑΣ ΔΕΔΕ
«Το φαινόμενο της σκουπιδο-τηλεόρασης δεν είναι ελληνικό. Είναι παγκόσμιο. Η διαφορά με την υπόλοιπη Ευρώπη είναι ότι εκεί υπάρχει ένας διαχωρισμός. Εκεί οι ειδήσεις είναι ειδήσεις. Το λάιφ στάιλ είναι λάιφ στάιλ και η σκουπιδο-τηλεόραση είναι σκουπιδο-τηλεόραση. Υπάρχουν κανάλια που προβάλουν μόνο trash. Εδώ, τα τηλεοπτικά κανάλια είναι λίγο απ' όλα: και λίγο πολιτικά και λίγο κοινωνικά και λίγο λάιφ στάιλ και trash TV», επισημαίνει ο Γιώργος Πλειός, κοινωνιολόγος, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η ιστορία της Εφης Θώδη είναι μόνο η αφορμή για μια...
κουβέντα μαζί του. Δεν θα είχε εξάλλου νόημα να σταθεί κανείς σε ένα συγκεκριμένο περιστατικό, καθώς «δεν είναι η πρώτη φορά που τα Μέσα έχουν φερθεί με βαναυσότητα σε πρόσωπα. Σε πρόσωπα που έχουν την επιδίωξη να γίνουν διάσημα αλλά δεν αντιλαμβάνονται το παιχνίδι, τις συμβάσεις που προϋποθέτει η δημοσιότητα. Μπαίνουν με καλές προθέσεις σ' αυτό αλλά τελικά παγιδεύονται στην εικόνα τους, αυτή που βλέπουν να δημιουργείται» σημειώνει.
Ποιος δημιουργεί αυτή την εικόνα, που κάποιες φορές είναι ταυτόσημη με τον εξευτελισμό;
«Ο τηλεοπτικός εξευτελισμός είναι συνάρτηση της συμπεριφοράς και του προσώπου και των τηλεοπτικών παραγωγών και του θεατή. Δεν τη δημιουργούν μόνο τα πρόσωπα. Πολλές φορές δεν τη δημιουργούν σκοπίμως ούτε οι δημοσιογράφοι ή οι παρουσιαστές. Δημιουργείται από την αλληλεπίδραση μεταξύ του προγράμματος ή της εκπομπής που παράγει ένα κανάλι και του πώς αντιδρά το κοινό».
Ποιος είναι ο πιο ισχυρός παράγοντας σ' αυτή τη συνάρτηση;
«Στην ουσία είναι η τηλεόραση, γιατί χειρίζεται τους κώδικες, τους οποίους χρησιμοποιεί για να κατασκευάσει το ένα ή το άλλο τηλεοπτικό προιόν. Το πρόσωπο δεν γνωρίζει τους τηλεοπτικούς κώδικες, η παραγωγή είναι που θα βάλει το ένα πλάνο δίπλα στο άλλο. Η τηλεόραση είναι που γεφυρώνει την απόσταση ανάμεσα στον θεατή και στην εικόνα που αυτή προβάλλει.
Βέβαια υπάρχουν και διαβαθμίσεις. Υπάρχουν άνθρωποι που γελοιοποιούνται με τη συγκατάθεσή τους, άλλοι που δεν το θέλουν και μετά, πιο σπάνιο αυτό, άνθρωποι που θέλουν να αυτοεξευτελιστούν αλλά δεν αφήνει η τηλεόραση να συμβεί.
»Το Μέσο είναι ισχυρό γιατί η ζωή μας είναι οργανωμένη έτσι όπως είναι. Η τηλεόραση είναι το αναγκαστικό θέαμα ενός φυλακισμένου όχι μέσα στη φυλακή αλλά μέσα στην πόλη, μέσα στην καθημερινότητα. Το καλοκαίρι ή κάποια τριήμερα, όταν φεύγουμε για διακοπές, μας λείπει;»
Το κοινό, οι θεατές μοιάζουν να μην αποδοκιμάζουν στην πραγματικότητα εικόνες τηλε-ανθρωποφαγίας.
«Νομίζω ότι έχει συμβεί μια πολύ βαθιά μεταστροφή στο αξιακό σύστημα. Παλαιότερα όταν κάποιος γελοιοποιούσε, ενώ ήμασταν κι εμείς μπροστά, τον εαυτό του, νιώθαμε άσχημα και αποστρέφαμε το κεφάλι μας, γιατί καταλαβαίναμε ότι η αυτο-γελοιοποίηση του ενός είναι ταυτόχρονα γελοιοποίηση πολλών άλλων ανθρώπων αλλά και ημών των ιδίων.
Σήμερα οι περισσότεροι δεν θεωρούν σοβαρό το να γελοιοποιηθεί κάποιος εφόσον απ' αυτό μπορεί να "κερδίσουν" κάτι: ένα γέλιο ή ψυχαγωγία. Η ηθική της δημοσιότητας, και γι' αυτόν που δημοσιοποιεί κάτι για τον εαυτό του ή για κάποιον άλλον αλλά και για τον θεατή που το παρακολουθεί, έχει υποχωρήσει, έχει γίνει πολύ ελαστική.
Παίζει, επίσης, ρόλο το ότι έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε την εικόνα που βλέπουμε άσχετη με το πρόσωπο. Δηλαδή γελάμε με την εικόνα, όχι με το πρόσωπο».
Τελικά, αυτό που βλέπουμε στη μικρή οθόνη είναι αυτό που ζητάει ο κόσμος ή το επιβάλλει η τηλεόραση;
«Και τα δύο. Ο κόσμος αγοράζει αυτό που έχει ανάγκη. Την τηλεόραση τη βλέπουμε μέσα στο σπίτι μας, στον ιδιωτικό μας χώρο και εκεί βγαίνουν στην επιφάνεια οι πιο βαθιές μας επιθυμίες, τις οποίες πολλές φορές κρύβουμε δημόσια. Βγαίνουν δηλαδή "τα ιδιωτικά βίτσια", για να χρησιμοποιήσω τον τίτλο μιας ταινίας. Αυτά εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο ζούμε. Ενας άνθρωπος που ζει σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό περιβάλλον, που κάθε στιγμή νιώθει απειλή οικονομική, σωματική, ηθική, δεν έχει παρά να εκδηλώσει αυτή την επιθετικότητα. Κάποιος που νιώθει την υποτίμηση, την υποβάθμιση, στη συνέχεια θέλει να μεταφέρει αυτή την υποβάθμιση κάπου αλλού».
Δηλαδή;
«Κάνει μεταβίβαση. Αυτά που βιώνει θέλει να τα δει να συμβαίνουν και σε κάποιον άλλον. Νιώθει έτσι ότι δεν είναι μόνος. Μεταφέρει τα δικά του αρνητικά συναισθήματα σε ένα άλλο αντικείμενο-πρόσωπο. Το βλέπει στην οθόνη και γελάει μαζί του».
Πώς θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν αυτά τα φαινόμενα του τηλεοπτικού κανιβαλισμού;
«Δεν υπάρχει νόμος που να τιμωρεί τη "βλακεία", το κακό γούστο του δημοσιογράφου, του σκηνοθέτη ή του κοινού. Κατά τη γνώμη μου, δύο πράγματα πρέπει να γίνουν. Πρώτον, να ασκείται κριτική όταν υπάρχει λόγος. Να μην υποχωρήσει δηλαδή η ένταση της κριτικής. Και δεύτερον, να τηρείται η νομιμότητα. Να τηρούνται οι νόμοι που προστατεύουν την έκθεση συγκεκριμένων ομάδων ανθρώπων, όπως είναι οι ανήλικοι για παράδειγμα. Επίσης, πρέπει να υπάρχει προστασία ή αποφυγή στην έκθεση ανθρώπων με προβλήματα υγείας, όταν αντικείμενο της γελοιοποίησης είναι η σωματική ή η ψυχική τους ασθένεια.
Πρωτίστως όμως πρέπει να λυθεί το θέμα με τις άδειες των τηλεοπτικών σταθμών. Είναι ένα θέμα που έχει να κάνει, συμβολικά και ουσιαστικά, με τη νομιμότητα όλου του συστήματος της ιδιωτικής τηλεόρασης. Καταλαβαίνουμε ότι, στην ουσία, απ' τη στιγμή που όλο το σύστημα της ιδιωτικής τηλεόρασης είναι αυθαίρετο, οποιαδήποτε αυθαιρεσία κυκλοφορεί μέσα σ' αυτό είναι αδύνατον να αντιμετωπιστεί. Οριακά μόνο μπορεί να αντιμετωπιστεί. Δεν μπορείς να έχεις ένα αυθαίρετο σπίτι και να σου κάνει κάποιος παρατήρηση γιατί είναι αυθαίρετο το κεραμίδι. Το ΕΣΡ μπορεί να επιβάλει ένα χρηματικό πρόστιμο. Αν η εκπομπή όμως φέρνει πολλαπλάσια χρήματα, τι νοιάζει το σταθμό το πρόστιμο; Το πληρώνει. Τι άλλο να τους πάρουν, την άδεια; Εχουν για να τους την πάρουν;»
Από την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου