21.5.09

Παπούτσα από τον τόπο σου...

Από την tsaousa
Ο Lars ήταν Σουηδός.
Ψηλός, ξανθός, γαλανομάτης, ίδιος ο Sting στα νιάτα του.


Τον γνώρισα εδώ όταν δούλευε για εταιρία κινητής τηλεφωνίας, απεσταλμένος της μητρικής στη Σουηδία.
Μείναμε μαζί κάνα χρόνο, ώσπου αποφάσισε να γυρίσει στην πατρίδα, να φτιάξει δική του εταιρία με προγράμματα κινητής τηλεφωνίας.

Αυτή τη στιγμή που γράφω, μπορεί να είναι και εκατομμυριούχος.
Δεν θα το μάθω ποτέ όμως, γιατί μετά από ενάμισι μήνα παραμονής σπίτι του στη Στοκχόλμη, αφού λύσσαξε να πάω, τον έφτυσα κι έφυγα με την εξής μαγκιόρικη ατάκα:
«Καριόλη Lars, you are a snake».

Έμεινε να με κοιτάζει σαν καμμένη τυρόπιτα, γιατί καμμένος ήταν τελικά, αλλιώς θα του φερόμουν καλύτερα.
Μετά το μπινελίκι και ένα λεπτό, μπήκα στο ταξί που θα με πήγαινε στο ραντεβού μου έξω από το Άχλενς όπως το έλεγα και γελούσαν τα παπάρια οι Σουηδοί, γιατί το πολυκατάστημα ονομαζόταν Ολέν παρ΄ ότι γραφόταν «Ahlens».
Κι όλα αυτά για δυό σκατοτελίτσες πάνω από το Α, που δεν γνώριζα ότι το μετατρέπουν σε Ο.
Πες το κατευθείαν Ο ρε μαλάκα, τι το γράφεις Α;

Στο Ολέν με περίμενε ένας φίλος Έλληνας που είχα γνωρίσει και βέβαια, δεν υπήρχε περίπτωση να...

γυρίσω στην Ελλάδα αμέσως επειδή δεν μου ‘κατσε το Σουηδικό πουλί που ήταν και μεγάλο, οφείλω να ομολογήσω.

Άραξα σε ένα ωραιότατο ξενοδοχείο down-town και μέτρησα Στοκχόλμη και περίχωρα, πόντο-πόντο.
Μου έδωσε ο φίλος ένα Jeep 4.000 κυβικά τέρας και με αυτό γυρνούσα όλη μέρα.
Τώρα, πώς κατάφερα να οδηγώ τέτοιο πούλμαν και μάλιστα αυτόματο, με ρωτάω και δεν παίρνω απάντηση.
Μέχρι το Μάλμο έφτασε η χάρη μου.
Μάλμο το λέω εγώ δηλαδή, γιατί αυτοί το λένε Μάουελμοουεο, κάπως έτσι τέλος πάντων.
Τα Σουηδικά δεν προφέρονται.
Πες ότι δεν υπάρχουν.

Καταχάρηκα με την τζιπάρα τις άπειρες λίμνες, τις γέφυρες που μπορεί να κόβουν και ένα κτίριο από τη μέση και κάτω για να ενώσουν τα νησιά της Στοκχόλμης, τα απέραντα καταπράσινα χωράφια, τα πανέμορφα εξοχικά σπίτια με τις μαύρες σκεπές, τους πύργους με τις πανοπλίες, τα Μουσεία κάθε μορφής Τέχνης, τα σύγχρονα κτίρια, τα πάρκα, τα παλάτια, τα αλάτια και ό,τι άλλο υπάρχει σε όλη την Ευρώπη, πλην της Ελλάδας.
Βρέθηκα μέχρι και σε ένα υπαίθριο πάρτι φοιτητών στο αχανές πάρκο του πανέμορφου Πανεπιστημίου της Ουψάλα.
Πώς είναι η Πανεπιστημιούπολη εδώ;
Βγάλτα όλα και κράτα μόνο τα πόμολα.

Κουρούμπελο οι φοιτητές, πολύχρωμοι σαν παγώνια, να κάνουν όλες τις μαλακίες και τα χαϊλίκια μαζεμένα, ώσπου γύρισα το βράδυ στο ξενοδοχείο τύφλα γιατί με σουρώσανε τα μαλακισμένα και ευτυχώς που δεν με σταματήσανε τίποτα μπάτσοι στο δρόμο, γιατί ακόμα εκεί θα ήμουν, σε καμιά σαπιοφυλακή, ομιλούσα άπταιστα Σουηδικά πλέον.

Ακόμη και το σπίτι της ξανθιάς τραγουδίστριας των ABBA είδα, πάνω σε μια λίμνη ξάπλωνε, παραμυθένιο αλλά όχι καρακιτσαριό, ένα σπίτι που αν δεν ξαναπάω εκεί, δεν θα δω ωραιότερο στη ζωή μου.
Κι ύστερα σου λένε, τα νεοκλασικά της Αθήνας.
Χέσε μας ρε μεγάλε.

Γκαζιά τη γκαζιά, μια μέρα χάθηκα σε κάτι λιβάδια και βγήκα σε ένα παραδοσιακό χωριό με διατηρητέα σπίτια των Βίκινγκς.
Είχα ψοφήσει να οδηγώ τη μπετονιέρα από το πρωί, οπότε σταμάτησα για καφέ και φαγητό.

Πριν πω για το φαγητό, να σημειώσω μην το ξεχάσω, ότι οι Βίκινγκς πρέπει να ήταν όλοι τάπες, γιατί για να μπεις στα σπίτια αυτά από την πόρτα, έπρεπε να σκύψεις και να παραμείνεις σκυφτός μέχρι να βγεις, αλλιώς έβρισκες ταβάνι και πήγαινες μέσα για δολιοφθορά σε ιστορικό μνημείο.
Επειδή είχα ξεχέσει ήδη έναν Σουηδό –τον γκόμενο- είπα να μην τους ρωτήσω για το χαμερπές ύψος των προγόνων τους και τους τη σπάσω μία και μία , δύο.

Μετά το σκυφτό δρώμενο, ήπια έναν τσιγκούνικο σε ποσότητα καφέ και λίγο αργότερα πήγα σε μια πιτσαρία να φάω.
Διάλεξα πιτσαρία, γιατί για να πεις ότι οι Σουηδοί μαγειρεύουν καλά, δεν το λες.
Να πάω σε εστιατόριο να φάω τι; Αίμα πηχτό;
Πήζουν αίμα οι τρελοί από σφάγια, το παγώνουν κι ύστερα το κόβουν λεπτές φέτες όπως κόβουμε εμείς το σαλάμι και το τρώνε.

Το τρώνε και ύστερα θέλουν και γλωσσόφιλο.
Ούστου ρε!
Κατάλοιπα των βαρβάρων θα μου πεις.
Να κόψουν τα γλωσσόφιλα τότε.

Εδώ επωφελούμαι της ευκαιρίας να τους ρουφιανέψω κι άλλο: οι Σουηδοί είναι περισσότερο ρατσιστές από κάθε άλλο λαό της Ευρώπης.
Φροντίζουν να το κρύβουν, λένε μεγάλα λόγια, αλλά δεν κρύβεται, άμα είσαι χοντρός τι να σου κάνει ο κορσές;
Ο Βίκινγκ είναι ολοζώντανος μέσα τους, έτοιμος να πιει στο κρανίο σου το κρασί του Θωρ αν έχεις σκούρο δέρμα.
Δεν τους αφήνει ο νόμος όμως, που ομολογουμένως τηρείται κατά γράμμα και από τις πάπιες τους.

Ακόμη –θα σας το πω και πάρτε το όπως θέλετε- η γνώμη που έχουν για τους Έλληνες είναι πως είμαστε Άραβες ντυμένοι με Ευρωπαϊκά ρούχα.
Μου το είπαν ξεκάθαρα, τι, θα ντρεπόντουσαν;

Σας τους έδωσα και ησύχασα.

Ένα άλλο σιχαμερό και νόμιμο πιάτο που μπορείς να φας στη Σουηδία, είναι φρυγανισμένο ψωμί με 2-3 φέτες παντζάρια από πάνω, πιο πάνω ένα αυγό μάτι και στην κορυφή, ένα κομμάτι ρέγκα.
Τρώγεται; Δεν τρώγεται.
Κι αν το τολμήσεις να το φας, πας κατευθείαν και ξερνάς στο Αρτσιπέλαγος.
Αυτή τη λέξη την έλεγα σωστά γιατί είναι σαφές πως πρόκειται για Ελληνική και τους τάπωνα τους μαλάκες με το Αρτσιπέλαγος, αφού όπως και να το έλεγαν αυτοί, εγώ πάντα το έλεγα καλύτερα.

Σε μια ευνοϊκή περίσταση γεύματος, μπορεί να σου φέρουν φιλέτο που όμως –ναι, έχει και όμως- κολυμπάει στη θεόπαχη κρεμ ντε λα κρεμ που μόνο αυτοί ξέρουν να φτιάχνουν τόσο τούρμπο και που όσο και να λατρεύεις την κρέμα γάλακτος, αυτή δεν μπορείς να τη φας γιατί στη δεύτερη μπουκιά σου βγαίνουν οι αμυγδαλές έξω από τη γλίτσα και για να γίνω ακριβέστερη, νομίζεις πως δαγκώνεις το Βιτάμ απ΄ το χαρτί του και το πιπιλάς.
Κατά τα άλλα, αηδίαζαν κάποιοι Σουηδοί όταν με έβλεπαν στην Ύδρα να τρώω αθερίνα.
-This is baby fish!
-Ναι ρε μαλάκα, αλλά τουλάχιστον τα μωρά είναι τηγανητά και δεν στάζουν αίμα.
Πήγα λοιπόν εκείνη την ημέρα να φάω στην πιτσαρία, σε μια προσπάθεια να αποφύγω την κουζίνα τους.
Κάθομαι, ανοίγω τον κατάλογο και μου πετιούνται οι φακοί επαφής στο πάτωμα από αυτά που διαβάζω: πίτσα με ανανά και κάρυ, πίτσα με σουτζούκι και μπανάνα, πίτσα με Tia Maria- μοτσαρέλα και ελιές, πίτσα με αίμα πηχτό και ρέγκα –εδώ ξέρασε η φαιά μου ουσία όλες τις σκέψεις της- πίτσα με κρέμα, πίτσα με πούτσα τιγρέ.
Ε, α, στο διάολο.
Τι ανώμαλοι άνθρωποι.
Αναρωτιέμαι τι σχήμα έχουν τα σκατά τους.

Τελικά ζήτησα μια σαλάτα του σεφ -του Ιταλού σεφ, επέμενα σ΄ αυτό- την έφαγα και επέστρεψα με το αυτόματο τζιποτάνκ στη Στοκχόλμη, αποφασισμένη πως ήταν καιρός να γυρίσω στην Ελλάδα.
Εξ΄ άλλου, μου ‘λειπε και η νύχτα.
1 η ώρα το βράδυ σκοτείνιαζε, 3 παρά ξημέρωνε.
Χώρια που έμπαινε Ιούνης και ο κώλος μου ήταν ακόμα πέτρα από το κρύο.
Τέλη Μαϊου και είχε 16 βαθμούς το μεσημέρι.
Βγαίνανε οι Σουηδοί με τα σορτσάκια και τα μακό κι εγώ περνούσα από δίπλα τους με το μπουφάν ζιπαριστό ως τ' αυτιά, γιατί το δάγκωνα και μόνο που τους έβλεπα.
-Το χειλάκι εννοώ-.

Να φύγω, να ησυχάσω γιατί είχα βαρεθεί και το αλκοόλ.
Όχι αυτό που έπινα εγώ.
Αυτό που πίνουν εκείνοι.
Στην Ελλάδα περπατάς και μυρίζεις σκατόνερα, στη Σουηδία μυρίζεις αλκοόλ και σουρώνεις απ΄ τον αέρα.
Με το που βγαίνεις το πρωί, σε βαράνε από την πόρτα δυο βότκες και τρεις μπύρες.
Κάποιος περνάει από μπροστά σου.
Εκεί πίνουν και στην Εντατική.

Να φύγω.
Ναι, αλλά πώς θα φύγω; Με αεροπλάνο πάλι;
Με αεροπλάνο ήρθα, δε λέει μια από τα ίδια.
Θα φύγω με τρένο. Ναι ρε, με τρένο!
Θα διασχίσω την Κεντρική Ευρώπη ολομόναχη!

Την άλλη μέρα κιόλας έβγαλα εισιτήριο.
Εισιτήρια μάλλον, γιατί για να κατέβω από Σουηδία -Ελλάδα, θα άλλαζα 8 τρένα.

Σε 2 μέρες βρισκόμουν με τα μπαγκάζια μου στον σταθμό -πώς είναι ο Λαρίσης; κράτα μόνο τις ράγες-και στις 8 το πρωί ακριβώς, το φανταστικό τρένο (φανταστικέ ΟΣΕ) πέταγε για ένα ταξίδι 4 ωρών, που θα με έβγαζε στα σύνορα Σουηδίας-Δανίας.

Το πώς έγινε αυτό το ταξίδι, δεν λέγεται στο πόδι.
Τέτοιο ταξίδι δεν ξεχνιέται και ας μου έτυχαν διάφορα, όπως σε εκείνο το χωριό της Βουλγαρίας που σταμάτησε το τρένο η αστυνομία γιατί είχε πληροφορίες ότι μετέφερε 15 Ρωσίδες πόρνες με ψεύτικα διαβατήρια και μέσα στις γκόμενες που συνέλαβαν, ήμουν κι εγώ.

Σημειωτέον, δεν ήμουν ντυμένη σαν πουτάνα και κυρίως, δεν μιλάω Ρωσικά.

Το πώς με άφησαν θα το εξηγήσω στην επόμενη ανάρτηση.

Πάω τώρα να ακούσω το «Τσικιτίτα» των Abba γιατί με φτιάχνει αυτή η λέξη.
Μου θυμίζει έναν δυσκοίλιο ελέφαντα που τον έκανε καλά Σουηδός γιατρός, με κλύσμα ζωμού ρέγκας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: