
Τα βαγόνια ήταν γεμάτα, αλλά πολύ άνετα.
Πώς είναι τα Ελληνικά; Ίδια, αλλά το μάκρος τους, σε φάρδος.
Στο τέλος κάθε βαγονιού υπήρχε ειδικός χώρος με μπολάκι για νερό και ένα κλιπ για να δέσει ο ταξιδιώτης τον σκύλο του –όποιος γούσταρε να ταξιδέψει με τον σκύλο του.
Στα Ελληνικά τρένα μόνο κότες επιτρέπονται κι αυτό επειδή οι κότες τρώγονται.
Κάθισα δίπλα σε ένα Σέρβο που συνταξίδευε με άλλους 2 φίλους του για δουλειά.
Ντύσιμο τύπου "καρό με εμπριμέ πάει, πώς δεν πάει;" νύχια μαύρα του σκοτεινού θαλάμου, χωρίστρα στο πλάι πασπαλισμένη με χιονάτη πιτυρίδα και στο μάτι η αλησμόνητη μάνα Σερβία, που και για να αποκτήσουν πιτυρίδα, στη Σουηδία τους έστειλε.
Είπα λίγα...
δάχτυλα μαζί τους, γιατί με τη γλώσσα των κωφών τι να πεις, δυο χέρια όλα κι όλα;
Απέναντι μου καθόταν μια πανέμορφη Σουηδέζα, 43 χρονών όπως μου είπε, ντυμένη να την προσκυνάς σαν τεύχος του Vogue.
Μαζί της είχε ένα μωρό.
Πιάσαμε την κουβέντα, γιατί και νεκρούς ξυπνάω άμα θέλω να μιλήσω.
Ήταν μεγαλοστέλεχος Πολυεθνικής και κατέβαινε Βρυξέλλες για μπίζνα.
Δεν ήταν παντρεμένη –είπαμε, οι Σουηδοί δεν παντρεύονται πια, βαριούνται- και απέκτησε το μωρό από περιστασιακή σχέση.
Κράτησε το μωρό δηλαδή και έκανε έκτρωση στον γκόμενο.
Το ταξίδι αυτό το τραβούσε χρόνια με αεροπλάνο, μια φορά την εβδομάδα.
Μόλις όμως απέκτησε παιδί έπαιρνε το τρένο, γιατί κάθε Παρασκευή 35.000 πόδια πάνω-κάτω, το μωρό εκτός που θα ξερνούσε, θα έμενε και κουφό.
Να σημειώσω πώς μου δήλωσε ότι το βρέφος το έπαιρνε μαζί της και στις συσκέψεις.
Ενώ στην Ελλάδα, στις συσκέψεις δεν αφήνουν να πάρεις μαζί, ούτε τον πυρετό σου.
Μόλις φτάσαμε στο Malmo μετά από 5 ώρες που είχα τακιμιάσει με όλους και γκόμενο δεν είχα βγάλει, χαιρέτησα το βαγόνι και τον σκύλο που καθόταν στη γωνιά σκασμένος στο κατούρημα και πήγα για το τρένο που θα με περνούσε Δανία.
Αυτό δεν ήταν τρένο.
Διαστημική κάψουλα της NASA ήταν -κι ο ΟΣΕ ακόμη στο Pendrexyl-.
Οι πόρτες άνοιγαν από το πουθενά, ενώ από την κοιλιά του βαγονιού έβγαιναν το ένα μέσα από το άλλο, 3 σκαλιά για να ανέβεις.
Ή για να κατέβεις, ανάλογα.
Εκείνη τη στιγμή γκρεμίστηκε για πάντα μέσα μου ο ΟΣΕ και έγινε ποσέ.
Ήταν μια αναπόφευκτη σύγκριση: Λέοπολντ, φοιτητής στο Χάρβαρντ από τη μια και Ισμαήλ, καθαριστής κοπριάς ελεφάντων από την άλλη.
Κι εγώ ζούσα με τον κοπροκαθαριστή.
Θα μου πεις, θα μπορούσε να είμαι η ίδια κοπροκαθαριστής, οπότε να λέω κι ευχαριστώ.
Η μιζέρια γίνεται αξία αν υπάρχει ανάγκη.
Μπήκαν όλοι οι Ευρωπαίοι κι εγώ μαζί στην κάψουλα και χωρίς καν να ακουστούν οι πόρτες, έκλεισαν. Με το τρένο αυτό θα περνούσαμε πάνω από τη θάλασσα, τη γέφυρα Oresund που ενώνει Σουηδία με Δανία, σε μια διαδρομή 20 λεπτών.
Η κάψουλα ξεκίνησε και αμέσως επιτάχυνε σε ρυθμό βολίδας.
Δεν άκουγες τίποτα, μόνο ένα ελαφρύ, διαρκές «φςςςςς», ενώ από κραδασμούς 0 (μηδέν) δηλαδή «Ισμαήλ μην ξεχάσεις να φορτώσεις την κοπριά στο μουλάρι κι αν πεινάσεις φάτην» .
Αναρωτιέμαι πάντως, τι θα γινόταν σε περίπτωση που όταν περνούσαμε τη γέφυρα, έπεφτε το τρένο στη θάλασσα. Θα επιπλέαμε στο νερό και θα βγαίναμε ζωντανοί, εξ΄ ου και η κάψουλα, ή θα πηγαίναμε στον πάτο άψαλτοι;
Μπα, δεν υπήρχε περίπτωση να βρεθούμε στη Βαλτική, γιατί η κάψουλα κυλούσε μέσα σε ένα "τούνελ" από χαλύβδινες ράβδους.
«Ισμαήλ σκούπισε τώρα τον κώλο του ελέφαντα κι αν δεν βαριέσαι φίλα τον κιόλας» ξανασκέφτηκα.
Απίστευτη αίσθηση.
Πάνω ουρανός και πολύ-πολύ κάτω η θάλασσα.
Κι εγώ να περνάω σφεντόνα ανάμεσα τους, κρεμασμένη στον αέρα.
Μάνα, επιτέλους έγινα άνθρωπος.
Το τρένο έφτασε Κοπεγχάγη και είχα 3 ώρες στη διάθεση μου να περιπλανηθώ στην πόλη μέχρι να πάρω το επόμενο γαμάτο τρένο (Ισμαήλ ακούς;) που θα με έβγαζε Αμβούργο, στη Γερμανία.
Τόση Ευρώπη Ισμαήλ δεν αντέχεται μαζεμένη, αλλά θα πιεστώ.
Στο σταθμό της Κοπεγχάγης έπρεπε να βρω μέρος να ασφαλίσω το σακίδιο μου για να μη σέρνω στην πόλη 50 κιλά ρούχα και παπούτσια.
Και να φανταστεί κανείς ότι πριν ξεκινήσω από Σουηδία, για να γλιτώσω από το βάρος τους, είχα αφήσει τα μισά μου ρούχα πάνω στο κρεβάτι του ξενοδοχείου, με σημείωμα ότι δεν τα ξέχασα και να τα πάρουν οι καμαριέρες αν ήθελαν.
Τι διάολο, μόνο βρακιά και σουτιέν άφησα πίσω;
Ασήκωτο ήταν το σακίδιο, σαν το πουλί ενός γνωστού μου.
Σιγά μην έβρισκα ντουλάπι να το κλειδώσω σ΄ αυτόν τον τεράστιο σταθμό.
Κοίταξα για λίγο γύρω μου.
Εκατοντάδες άνθρωποι πηγαινοέρχονταν με τα μπαγκάζια τους, ενώ άλλοι έτρωγαν, έπιναν καφέ στα μαγαζιά, ψώνιζαν, ή συναλλάσσονταν στην τράπεζα, γιατί αυτός δεν ήταν σταθμός Ισμαήλ, η πλατεία Κολωνακίου και Συντάγματος μαζί ήταν, στο πιο απλωτό όμως.
Ούσα πονηρή Ελληνοπούλα, τράβηξα αγκομαχώντας το σακίδιο μου κοντά σε ένα καφέ.
Προσέχοντας μη με δει κανείς, το παράτησα εκεί και την έκανα στα γρήγορα, αφήνοντας να το φυλάνε οι ξένοι για πάρτη μου.
Ποιος θα το πείραζε;
Ο καθένας θα νόμιζε ότι είναι του διπλανού του.
Μαλάκες Βορειοευρωπαίοι, κώτσους σας έπιασα.
Και βγήκα στην Κοπεγχάγη Ισμαήλ.
Ανέβηκα την υπαίθρια μπετονένια σκάλα του σταθμού που ήταν χωμένος καμιά 30ριά μέτρα υπό το έδαφος και καβάτζωσα για ένα χρόνο γυμναστήριο.
Καλά, τέτοιος σταθμός και να μην έχει κυλιόμενες;
Τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον από τη βιασύνη μου να βγω έξω, πήρα την έξοδο κινδύνου η ηλίθια.
Την έχω αυτή τη μαλακία.
Όταν βιάζομαι δεν βλέπω τίποτα μπροστά μου, παρά μόνο ό,τι μου θυμίζει κάτι σχετικό με αυτό που θέλω να κάνω.
Π.χ. αν θέλω να περάσω σε νησί και βιάζομαι, θα πάρω σίγουρα τη βαρκούλα που είναι αραγμένη δίπλα στο High Speed και θα κάνω κουπί Ισμαήλ, όπως τα προγόνια σου στις γαλέρες.
Σημασία έχει ότι βγήκα στην Κοπεγχάγη, έστω και ξεφυσώντας σαν το μουλάρι του παπού μου, ο οποίος επιμένει να το λέει άλογο.
Η πόλη από το σημείο που στεκόμουν απλωνόταν με άνεση κάτω από ένα συννεφιασμένο ουρανό, που αν τον ρωτούσα τι κάνει θα μου απαντούσε: «σιχάθηκα τη γκριζαμάρα μου και ζήτησα μετάθεση για Ισπανία».
Μακάρι καλέ μου, τι να πω;
Οι στέγες των περισσότερων κτιρίων ήταν όλες μαύρες, όπως και στη Σουηδία.
Το μαύρο κεραμίδι των Βορειοευρωπαίων και οι μαύροι κυβόλιθοι που στρώνουν τους δρόμους, σε συνδυασμό με τον γκρίζο ουρανό, είναι μια γελοία απερισκεψία.
Σαν τη γκόμενα που έπειτα από κυριλέ έξοδο κοιμήθηκε στο σπίτι του γκόμενου και το πρωί πάει στη δουλειά με μαύρο ταφταδένιο φόρεμα, λουστρίνι γόβα και τσαντάκι με χάντρες.
Αν οι τύποι έστρωναν κάνα κοκκινωπό κεραμιδάκι και η γκόμενα πετούσε αποβραδίς ένα τζιν κι ένα μπλουζάκι στην τσάντα της, η ζωή θα είχε μια λογική.
Αποφασίζοντας αντί να πάω ίσια να στρίψω δεξιά, κάνω δυο βήματα και πέφτω πάνω στον Anders.
Για την ακρίβεια πάνω στον αφαλό του έπεσα, γιατί ο Anders είχε ύψος 2.17 κι εγώ με το 1.73 μου, ίσα που υπήρχα.
Φορούσα και φλατ παπούτσια λόγω ταξιδιού, αν ο Anders τον έβγαζε για κατούρημα εκείνη την ώρα, θα του έκανα ακούσια πίπα.
Ο Anders ήταν ένας Δανός που γνώρισα την προηγούμενη χρονιά στην Πάρο.
Δεν είχα καμία όρεξη γι αυτή τη συνάντηση, ήθελα να κάνω βόλτα στην Κοπεγχάγη, το κέρατο μου μέσα, που όπου πάω συναντώ γκόμενους.
ΥΓ.
Τι έγινε με τον Anders και το ταξίδι, στην επόμενη ανάρτηση, με ένα εισιτήριο μην περιμένετε να δείτε δυο ταινίες.
Καλό βράδυ Ισμαήλ.
Από: itsaousa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου